- ζερβύς
- -ιά -ύβλ. ζερβός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλ. τ. τού ζερβόςπρβλ. μακρός > μακρύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… … Dictionary of Greek